ημετερος

ημετερος
    ἡμέτερος
    дор. ἁμέτερος, эол. ἀμμέτερος 3
    (ᾱ)
    1) наш
    

εἰς ἡμέτερον (sc. δῶμα) и ἐφ΄ ἡμέτερα (sc. δώματα) Hom. или ἡμέτερόνδε Hom.(к себе) домой;

    ἐν ἡμετέρου Her. (= ἐν ἡμῶν, sc. οἴκῳ) — (у нас) дома;
    ἡμέτερον (= ἡμῶν) αὐτῶν (sc. οἰκοδόμημα) Plat. — наш собственный дом;
    ἡμέτερα κέρδη τῶν σοφῶν Arph. — добыча для нас, умников

    2) иногда ( = ἐμός См. εμος) мой
    

ἄγε δεῦρο, ἵν΄ ἔπος καὴ μῦθον ἀκούσῃς ἡμέτερον Hom. — подойди сюда, чтобы послушать мои слова


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ημετερος" в других словарях:

  • ἡμέτερος — our masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημέτερος — έρα, ο (AM ἡμέτερος, έρα, ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, έρα, ον, αιολ. τ. άμμέτερος, έρα, ον) (κτητ. αντων.) 1. αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο δικός μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (και για έναν κτήτορα αντί τού ενός) ο… …   Dictionary of Greek

  • ημέτερος — η, ο δικός μας, ο άνθρωπός μας, ο κομματικός μας φίλος: Υπάρχουν πολλοί ημέτεροι δημόσιοι υπάλληλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡμετέρω — ἡμέτερος our masc/neut nom/voc/acc dual ἡμέτερος our masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετέρων — ἡμέτερος our fem gen pl ἡμέτερος our masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετέρως — ἡμέτερος our adverbial ἡμέτερος our masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμέτερον — ἡμέτερος our masc acc sg ἡμέτερος our neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετέραιν — ἡμέτερος our fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετέραις — ἡμέτερος our fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετέραισι — ἡμέτερος our fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετέρη — ἡμέτερος our fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»